- τρίτειχος
- τρίτειχοςwith triple wallmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρίτειχος — ον, ΜΑ (για πόλη ή οχυρό) αυτός που περιβάλλεται από τριπλή σειρά τειχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + τεῖχος] … Dictionary of Greek